Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επαιτεία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
επαιτεί
α
οι
επαιτεί
ες
γενική
της
επαιτεί
ας
των
επαιτει
ών
αιτιατική
την
επαιτεί
α
τις
επαιτεί
ες
κλητική
επαιτεί
α
επαιτεί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
επαιτεία
<
επαιτώ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
επαιτεία
θηλυκό
(
λόγιο
) η
ζητιανιά
Συγγενικά
επεξεργασία
επαίτης
επαιτώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επαιτεία
αγγλικά
:
begging
(en)
γαλλικά
:
mendicité
(fr)
εσπεράντο
:
almozpetado
(eo)
,
almozuleco
(eo)
ισπανικά
:
mendicidad
(es)
ολλανδικά
:
bedelarij
(nl)
πολωνικά
:
żebractwo
(pl)
,
żebranie
(pl)
σουηδικά
:
tiggeri
(sv)