πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζητιάνος οι ζητιάνοι
      γενική του ζητιάνου των ζητιάνων
    αιτιατική τον ζητιάνο τους ζητιάνους
     κλητική ζητιάνε ζητιάνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζητιάνος αρσενικό, ζητιάνα θηλυκό (ουδέτερο,  δείτε τη λέξη ζητιανάκι)

  • αυτός που ζητάει από τους περαστικούς να τον λυπηθούν και να του δώσουν λίγα χρήματα ή άλλη οικονομική βοήθεια

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία