ζητιάνος
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ζητιάνος | ζητιάνοι |
γενική | ζητιάνου | ζητιάνων |
αιτιατική | ζητιάνο | ζητιάνους |
κλητική | ζητιάνε | ζητιάνοι |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ζητιάνος < ζητώ
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /zi.ˈtʝa.nɔs/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ζητιάνος αρσενικό, ζητιάνα θηλυκό, ζητιανάκι ουδέτερο
- αυτός που ζητάει από τους περαστικούς να τον λυπηθούν και να του δώσουν λίγα χρήματα ή άλλη οικονομική βοήθεια
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ζητιάνος