καπίκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καπίκι | τα | καπίκια |
γενική | του | καπικιού | των | καπικιών |
αιτιατική | το | καπίκι | τα | καπίκια |
κλητική | καπίκι | καπίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- καπίκι < (άμεσο δάνειο) ρωσική копейка • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;