Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καπίκι τα καπίκια
      γενική του καπικιού των καπικιών
    αιτιατική το καπίκι τα καπίκια
     κλητική καπίκι καπίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καπίκι < (άμεσο δάνειο) ρωσική копейка • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καπίκι ουδέτερο

  1. ρωσικό νόμισμα, υποδιαίρεση του ρουβλίου (1/100ό)
  2. συμβατική χρηματική μονάδα στην πρέφα που, κατά κανόνα, αντιστοιχίζεται κάθε φορά σε μια παρτίδα με πραγματικά χρήματα

  Μεταφράσεις επεξεργασία