Δείτε επίσης: πεκούνια
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πεκούνι τα πεκούνια
      γενική του πεκουνιού των πεκουνιών
    αιτιατική το πεκούνι τα πεκούνια
     κλητική πεκούνι πεκούνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πεκούνι < ιταλική piccone < picco

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πεκούνι ουδέτερο

  1. είδος σφυριού ή σκεπαρνιού
  2. τα χρήματα (στον πληθυντικό: τα πεκούνια)
    ※  ειδικώς εννοούσε τα χρήματα: τα λεφτά, τα νομίσματα, τη μονέδα, τα όβολα, τους παράδες, τα γρόσια, τα άσπρα, τα πεκούνια· τα τάλιρα, τα φράγκα, τα μπικικίνια, τα ψιλά, το μαρούλι, το χαρτί, το μαλλί, το μπαγιόκο· τα καπίκια, τα μπακίρια, το καύσιμο, το μπερντέ, τα γκαφρά, για να κάνουμε μια κάθε άλλο παρά εξαντλητική καταγραφή διάφορων ονομασιών (Νίκος Σαραντάκος, Οι λέξεις του χρήματος και των νομισμάτων Ιατρικά θέματα 68, 2015, σελ. 31-34 [1])

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία