Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκεπάρνι τα σκεπάρνια
      γενική του σκεπαρνιού των σκεπαρνιών
    αιτιατική το σκεπάρνι τα σκεπάρνια
     κλητική σκεπάρνι σκεπάρνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ένα σκεπάρνι.

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκεπάρνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκεπάρνιν[1] / σκεπάριν[1] < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σκεπάρνιον[2] < αρχαία ελληνική σκέπαρνον[2]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκεπάρνι ουδέτερο

  1. (εργαλείο) είδος ξυλουργικού εργαλείου, για κόψιμο, πελέκημα κ.λπ.
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) ανόητος, κουτός

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 σκεπάρνιν - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. 2,0 2,1 σκεπάρνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας