κορδώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κορδώνομαι: παθητική φωνή του ρήματος κορδώνω
Ρήμα
επεξεργασίακορδώνομαι
- κομπάζω, υπερηφανεύομαι
- στέκομαι ή περπατώ με τεντωμένο το κορμί και υψωμένο το κεφάλι, περπατώ καμαρωτά
Συγγενικά
επεξεργασία- κορδωμένος
- → δείτε τις λέξεις κορδώνω και χορδή
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κορδώνομαι | κορδωνόμουν(α) | θα κορδώνομαι | να κορδώνομαι | ||
β' ενικ. | κορδώνεσαι | κορδωνόσουν(α) | θα κορδώνεσαι | να κορδώνεσαι | (κορδώνου) | |
γ' ενικ. | κορδώνεται | κορδωνόταν(ε) | θα κορδώνεται | να κορδώνεται | ||
α' πληθ. | κορδωνόμαστε | κορδωνόμαστε κορδωνόμασταν |
θα κορδωνόμαστε | να κορδωνόμαστε | ||
β' πληθ. | κορδώνεστε | κορδωνόσαστε κορδωνόσασταν |
θα κορδώνεστε | να κορδώνεστε | (κορδώνεστε) | |
γ' πληθ. | κορδώνονται | κορδώνονταν κορδωνόντουσαν |
θα κορδώνονται | να κορδώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κορδώθηκα | θα κορδωθώ | να κορδωθώ | κορδωθεί | ||
β' ενικ. | κορδώθηκες | θα κορδωθείς | να κορδωθείς | κορδώσου | ||
γ' ενικ. | κορδώθηκε | θα κορδωθεί | να κορδωθεί | |||
α' πληθ. | κορδωθήκαμε | θα κορδωθούμε | να κορδωθούμε | |||
β' πληθ. | κορδωθήκατε | θα κορδωθείτε | να κορδωθείτε | κορδωθείτε | ||
γ' πληθ. | κορδώθηκαν κορδωθήκαν(ε) |
θα κορδωθούν(ε) | να κορδωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κορδωθεί | είχα κορδωθεί | θα έχω κορδωθεί | να έχω κορδωθεί | κορδωμένος | |
β' ενικ. | έχεις κορδωθεί | είχες κορδωθεί | θα έχεις κορδωθεί | να έχεις κορδωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κορδωθεί | είχε κορδωθεί | θα έχει κορδωθεί | να έχει κορδωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κορδωθεί | είχαμε κορδωθεί | θα έχουμε κορδωθεί | να έχουμε κορδωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κορδωθεί | είχατε κορδωθεί | θα έχετε κορδωθεί | να έχετε κορδωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κορδωθεί | είχαν κορδωθεί | θα έχουν κορδωθεί | να έχουν κορδωθεί |