Ετυμολογία

επεξεργασία
κορδώνομαι: παθητική φωνή του ρήματος κορδώνω

κορδώνομαι

  1. κομπάζω, υπερηφανεύομαι
  2. στέκομαι ή περπατώ με τεντωμένο το κορμί και υψωμένο το κεφάλι, περπατώ καμαρωτά

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία