Ετυμολογία

επεξεργασία
κορδώνω < μεσαιωνική ελληνική κορδώνω < κόρδ(α) + -ώνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /koɾˈðo.no/

κορδώνω (παθητική φωνή: κορδώνομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία