↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κορδωμένος η κορδωμένη το κορδωμένο
      γενική του κορδωμένου της κορδωμένης του κορδωμένου
    αιτιατική τον κορδωμένο την κορδωμένη το κορδωμένο
     κλητική κορδωμένε κορδωμένη κορδωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κορδωμένοι οι κορδωμένες τα κορδωμένα
      γενική των κορδωμένων των κορδωμένων των κορδωμένων
    αιτιατική τους κορδωμένους τις κορδωμένες τα κορδωμένα
     κλητική κορδωμένοι κορδωμένες κορδωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κορδωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κορδώνω, κορδώνομαι

κορδωμένος, -η, -ο

  1. που έχει κορδωθεί
  2. ευθυτενής
  3. καμαρωτός
  4. (οικείο) ερεθισμένος σεξουαλικά

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία