κορδωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κορδωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κορδώνω, κορδώνομαι
Μετοχή
επεξεργασίακορδωμένος, -η, -ο
- που έχει κορδωθεί
- ευθυτενής
- καμαρωτός
- (οικείο) ερεθισμένος σεξουαλικά
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κορδωμένος
|