κορδωμένα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κορδωμένα < κορδωμένος + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίακορδωμένα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κορδωμένα
|
Κλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίακορδωμένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κορδωμένο