Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κορμί τα κορμιά
      γενική του κορμιού των κορμιών
    αιτιατική το κορμί τα κορμιά
     κλητική κορμί κορμιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κορμί < μεσαιωνική ελληνική κορμί(ν) < ελληνιστική κοινή κορμίον < αρχαία ελληνική κορμός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)ker-[1] (κόβω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /koɾˈmi/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κορμί ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • θα σου λιώσω το κορμί (ιδιωματική έκφραση φαντάρων)
  • χαμένο κορμί

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.