σύγκορμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsiŋˈɡoɾ.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύ‐γκορ‐μος
- παλιότερος συλλαβισμός : σύγ‐κορ‐μος
Επίθετο
επεξεργασίασύγκορμος, -η, -ο
- που έχει σχέση με ολόκληρο το κορμί, όλο το σώμα, ή το αφορά
- (μεταφορικά) που αφορά αυτό που συζητείται, καθολικά, στην ολότητά του
- ※ 1943 - Ο Άγγελος Σικελιανός απαγγέλλει το ποίημα του «Ηχήστε οι σάλπιγγες» στην κηδεία του Παλαμά
- Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!
- Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
- ※ 1943 - Ο Άγγελος Σικελιανός απαγγέλλει το ποίημα του «Ηχήστε οι σάλπιγγες» στην κηδεία του Παλαμά