ολοσώματος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ολοσώματος < ελληνιστική κοινή ὁλοσώματος
Επίθετο
επεξεργασίαολοσώματος
- άλλη μορφή του ολόσωμος
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ολοσώματος
|
ολοσώματος
|