ολόσωμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ολόσωμης | η | ολόσωμα | το | ολόσωμικο |
γενική | του | ολόσωμη | της | ολόσωμας | του | ολόσωμικου |
αιτιατική | τον | ολόσωμη | την | ολόσωμα | το | ολόσωμικο |
κλητική | ολόσωμη | ολόσωμα | ολόσωμικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ολόσωμηδες | οι | ολόσωμες | τα | ολόσωμικα |
γενική | των | ολόσωμηδων | — | των | ολόσωμικων | |
αιτιατική | τους | ολόσωμηδες | τις | ολόσωμες | τα | ολόσωμικα |
κλητική | ολόσωμηδες | ολόσωμες | ολόσωμικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ολόσωμος < ελληνιστική κοινή ὁλόσωμος, μορφολογικά αναλύεται ολό- + -σωμος
Επίθετο
επεξεργασίαολόσωμος, -η, -ο
- που δείχνει ολόκληρο το σώμα και όχι μόνο ένα μέρος του
- ολόσωμη φωτογραφία
- που καλύπτει ολόκληρο τον κορμό
- ολόσωμο μαγιό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ολόσωμος
|