απανωκόρμι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | απανωκόρμι | τα | απανωκόρμια |
γενική | του | απανωκορμιού | των | απανωκορμιών |
αιτιατική | το | απανωκόρμι | τα | απανωκόρμια |
κλητική | απανωκόρμι | απανωκόρμια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
απανωκόρμι ουδέτερο
- (ποιητικός τύπος) το επάνω μέρος του κορμιού
- ※ Προσπάθησε να κάνει το πανωκόρμι της φωλιά, να προφυλάξει το μωρό. (Σωτήρης Δημητρίου Αγριοκερασιά [διήγημα])
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
απανωκόρμι
|