Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απανωκόρμι τα απανωκόρμια
      γενική του απανωκορμιού των απανωκορμιών
    αιτιατική το απανωκόρμι τα απανωκόρμια
     κλητική απανωκόρμι απανωκόρμια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απανωκόρμι < απάνω + κορμός +

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απανωκόρμι ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία