καμαρωτά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίακαμαρωτά < καμαρωτ(ός) + -ά
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ma.ɾoˈta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐μα‐ρω‐τά
Επίρρημα
επεξεργασίακαμαρωτά
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακαμαρωτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καμαρωτό, ουδέτερο του καμαρωτός