• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μπακίρι

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπακίρι τα μπακίρια
      γενική του μπακιριού των μπακιριών
    αιτιατική το μπακίρι τα μπακίρια
     κλητική μπακίρι μπακίρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μπακίρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική bakır < οθωμανική τουρκική باقیر (bakır)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

μπακίρι ουδέτερο

  1. ο χαλκός
  2. (κουζινικά) το χάλκινο μαγειρικό σκεύος

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • μπακιρένιος
  • μπακίρωμα
  • μπακιρώνω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    μπακίρι
  • γαλλικά : cuivre (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μπακίρι&oldid=5564897"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Ιουνίου 2022, στις 20:19

Γλώσσες

    • Esperanto
    • Français
    • Kurdî
    • Limburgs
    • Polski
    • Türkçe
    • Bân-lâm-gú
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Ιουνίου 2022, στις 20:19.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie