• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μπακίρωμα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Συγγενικά
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπακίρωμα τα μπακιρώματα
      γενική του μπακιρώματος των μπακιρωμάτων
    αιτιατική το μπακίρωμα τα μπακιρώματα
     κλητική μπακίρωμα μπακιρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μπακίρωμα < μπακιρώνω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπακίρωμα ουδέτερο

  • η επικάλυψη με χαλκό

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • επιχάλκωση

Συγγενικά

επεξεργασία
  • μπακίρι
  • μπακιρικό
  • μπακιρτζής
  • μπακιρώνω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    μπακίρωμα

→ δείτε τη λέξη επιχάλκωση

Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μπακίρωμα&oldid=5534556"
Τελευταία επεξεργασία στις 15 Φεβρουαρίου 2022, στις 22:03

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 15 Φεβρουαρίου 2022, στις 22:03.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας