• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μπακιρικό

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπακιρικό τα μπακιρικά
      γενική του μπακιρικού των μπακιρικών
    αιτιατική το μπακιρικό τα μπακιρικά
     κλητική μπακιρικό μπακιρικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μπακιρικό < μπακίρι

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

μπακιρικό ουδέτερο

  • (κουζινικά) γενικό όνομα για χάλκινο μαγειρικό σκεύος

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • μπακίρι
  • μπακιρτζής
  • μπακίρωμα
  • μπακιρώνω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    μπακιρικό
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μπακιρικό&oldid=5564914"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Ιουνίου 2022, στις 20:28
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Ιουνίου 2022, στις 20:28.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie