Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μπακιρικό
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μπακιρικ
ό
τα
μπακιρικ
ά
γενική
του
μπακιρικ
ού
των
μπακιρικ
ών
αιτιατική
το
μπακιρικ
ό
τα
μπακιρικ
ά
κλητική
μπακιρικ
ό
μπακιρικ
ά
Κατηγορία
όπως «
βουνό
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μπακιρικό
<
μπακίρι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μπακιρικό
ουδέτερο
(
κουζινικά
) γενικό όνομα για
χάλκινο
μαγειρικό
σκεύος
Συγγενικά
επεξεργασία
μπακίρι
μπακιρτζής
μπακίρωμα
μπακιρώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπακιρικό