• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μπακιρτζής

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Δείτε επίσης
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπακιρτζής οι μπακιρτζήδες
      γενική του μπακιρτζή των μπακιρτζήδων
    αιτιατική τον μπακιρτζή τους μπακιρτζήδες
     κλητική μπακιρτζή μπακιρτζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μπακιρτζής < τουρκική bakırcı < bakır + -cı, μπακίρ(ι) + -τζής

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

μπακιρτζής αρσενικό

  • (επάγγελμα) κατασκευαστής μπακιριών, χάλκινων μαγειρικών σκευών

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • μπακίρι
  • μπακιρικό
  • μπακιριό
  • μπακίρωμα
  • μπακιρώνω

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • καλαϊτζής

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    μπακιρτζής
  • φινλανδικά : kupariseppä (fi)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μπακιρτζής&oldid=5493626"
Τελευταία επεξεργασία στις 1 Φεβρουαρίου 2022, στις 10:51

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 1 Φεβρουαρίου 2022, στις 10:51.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie