μπακιρτζής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ba.ciɾˈd͡zis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐κιρ‐τζής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπακιρτζής αρσενικό
- (παρωχημένο, επάγγελμα) κατασκευαστής μπακιριών, χάλκινων μαγειρικών σκευών
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μπακιρτζής