Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μπακιρτζής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικές λέξεις
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
μπακιρτζ
ής
οι
μπακιρτζ
ήδες
γενική
του
μπακιρτζ
ή
των
μπακιρτζ
ήδων
αιτιατική
τον
μπακιρτζ
ή
τους
μπακιρτζ
ήδες
κλητική
μπακιρτζ
ή
μπακιρτζ
ήδες
Κατηγορία
όπως «
μπαλωματής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
μπακιρτζής
<
τουρκική
bakırcı
<
bakır
+
-cı
,
μπακίρ(ι)
+
-τζής
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
μπακιρτζής
αρσενικό
(
επάγγελμα
) κατασκευαστής
μπακιριών
,
χάλκινων
μαγειρικών
σκευών
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
μπακίρι
μπακιρικό
μπακιριό
μπακίρωμα
μπακιρώνω
Δείτε επίσης
Επεξεργασία
καλαϊτζής
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
μπακιρτζής
φινλανδικά
:
kupariseppä
(fi)