Δείτε επίσης: Μπακιρτζής
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπακιρτζής οι μπακιρτζήδες
      γενική του μπακιρτζή των μπακιρτζήδων
    αιτιατική τον μπακιρτζή τους μπακιρτζήδες
     κλητική μπακιρτζή μπακιρτζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπακιρτζής < τουρκική bakırcı < bakır + -cı, μπακίρ(ι) + -τζής

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ba.ciɾˈd͡zis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπα‐κιρ‐τζής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπακιρτζής αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία