πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπακιρένιος η μπακιρένια το μπακιρένιο
      γενική του μπακιρένιου της μπακιρένιας του μπακιρένιου
    αιτιατική τον μπακιρένιο την μπακιρένια το μπακιρένιο
     κλητική μπακιρένιε μπακιρένια μπακιρένιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπακιρένιοι οι μπακιρένιες τα μπακιρένια
      γενική των μπακιρένιων των μπακιρένιων των μπακιρένιων
    αιτιατική τους μπακιρένιους τις μπακιρένιες τα μπακιρένια
     κλητική μπακιρένιοι μπακιρένιες μπακιρένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
μπακιρένιος < μπακίρ(ι) + -ένιος
ΔΦΑ : /ba.ciˈɾe.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπακιρένιος

μπακιρένιος, -α, -ο

Μεταφράσεις

επεξεργασία