πεκούνια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | πεκούνια | ||
γενική | των | πεκουνιών | ||
αιτιατική | τα | πεκούνια | ||
κλητική | πεκούνια | |||
Οι καταλήξεις -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πεκούνια < (άμεσο δάνειο) ιταλική pecunia (θηλυκό που θεωρήθηκε ουδέτερο πληθυντικού)[1] < λατινική pecunia < pecu
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /peˈku.ni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐κού‐νι‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
πεκούνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ πεκούνια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας