Δείτε επίσης: πετούγια
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πετούνια οι πετούνιες
      γενική της πετούνιας των (πετουνιών)
    αιτιατική την πετούνια τις πετούνιες
     κλητική πετούνια πετούνιες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
πετούνια

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πετούνια < (άμεσο δάνειο) ιταλική petunia < γαλλική pétunia < pétun < πορτογαλική petum (φυτό του καπνού) < γκουαρανί pety

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /peˈtu.ɲa/ & /peˈtu.ni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐τού‐νια ή πε‐τού‐νι‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πετούνια θηλυκό

  • (φυτό, λουλούδι) καλλωπιστικό φυτό καθώς και το άνθος του
    ※  Ο Μάουρο της περιέγραψε το σπιτάκι που είχαν νοικιάσει τα πρώτα εφτά χρόνια που ήταν μαζί, κάπου σ' ένα κοντινό βουνό, σπιτάκι για τα Σαββατοκύριακα, όπου για να μη λείπει στον Ελισαίο ο δροσερός θαλασσινός Χριστός της Χαλέπας, ο ίδιος έπιασε τσάπα και έσκαψε στον μικρό κήπο όχι ίσιες βραγιές αλλά κυματιστές, φύτεψε σε σειρές γαλάζιες λεβάντες, μπλε πετούνιες και λουλακί πανσέδες, ώστε να μοιάζουν με μικρό πέλαγος, έβαλε μάλιστα στην άκρη μια τελευταία σειρά άσπρες μαργαριτούλες, να παριστάνουν τον αφρό των κυμάτων.
    Ιωάννα Καρυστιάνη, Το φαράγγι, εκδόσεις: Καστανιώτη, Αθήνα 2015, ISBN 978-960-03-5939-8, @google.gr/books

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία