Ετυμολογία

επεξεργασία
pétunia < pétun < πορτογαλική petum (φυτό του καπνού) < γκουαρανί pety

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pe.ty.nja/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pétunia pétunias

pétunia (fr) αρσενικό