Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μονέδα οι μονέδες
      γενική της μονέδας
    αιτιατική τη μονέδα τις μονέδες
     κλητική μονέδα μονέδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονέδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μονέδα < βενετική moneda[1] < λατινική Moneta (προσωνυμία της θεάς Ήρας Juno, (κυριολεκτικά) σύμβουλος. Στους ναούς της κόβονταν νομίσματα)[2] < moneo < πρωτοϊταλική *moneō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *monéyeti < *men- (σκέφτομαι)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /moˈne.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μο‐νέ‐δα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μονέδα θηλυκό

Εκφράσεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. μονέδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)