δολίνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δολίνη | οι | δολίνες |
γενική | της | δολίνης | των | δολινών |
αιτιατική | τη | δολίνη | τις | δολίνες |
κλητική | δολίνη | δολίνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δολίνη[1] θηλυκό
- (γεωλογία) καρστικός σχηματισμός κυκλικού ή ελλειπτικού σχήματος, που σχηματίζεται σε ανθρακικά ασβεστολιθικά ή δολομιτικά πετρώματα από κατάρρευση / εγκατακρήμνιση της οροφής (υπόγειου) σπηλαίου ή της κορυφής όρους εξαιτίας ασβεστολιθικής διάβρωσης από όμβρια ύδατα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- δολίνη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .