κοιλάδα
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοιλάδα | οι | κοιλάδες |
γενική | της | κοιλάδας | των | κοιλάδων |
αιτιατική | την | κοιλάδα | τις | κοιλάδες |
κλητική | κοιλάδα | κοιλάδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
κοιλάδα στη Βρετανία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κοιλάδα < αρχαία ελληνική κοιλάς
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κοιλάδα θηλυκό
- (γεωγραφία) μακρόστενο κοίλωμα στο έδαφος ανάμεσα από βουνά ή λόφους, που συνήθως διασχίζεται από ποτάμι
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- κοιλάδα στη Βικιπαίδεια