↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοιλάδα οι κοιλάδες
      γενική της κοιλάδας των κοιλάδων
    αιτιατική την κοιλάδα τις κοιλάδες
     κλητική κοιλάδα κοιλάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Κοιλάδα στη Βρετανία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοιλάδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κοιλάς[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ciˈla.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοι‐λά‐δα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοιλάδα θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία