φλαμουριά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φλαμουριά | οι | φλαμουριές |
γενική | της | φλαμουριάς | των | φλαμουριών |
αιτιατική | τη | φλαμουριά | τις | φλαμουριές |
κλητική | φλαμουριά | φλαμουριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φλαμουριά < φλαμούρ(ι) + -ιά
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fla.muɾˈʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φλα‐μου‐ριά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφλαμουριά θηλυκό
- (δέντρο) του είδους Φιλύρα η γναφαλώδης ή αργυρόφυλλος / Tilia tomentosa ή alba ή argentea που παράγει το άνθος φλαμούρι από τα οποίο παράγεται το αφέψημα τίλιο
- ※ Στη βρύση τη βουνίσια σιμά είν’ η φλαμουριά, / στον ίσκιο της καθόμουν να ονειρευτώ συχνά.
- Μετάφραση γερμανικού τραγουδιού του Φραντς Σούμπερτ (Franz Schubert) σε στίχους του Wilhelm Müller
- ※ στους λόφους του Βοσπόρου δεν υπάρχουν ελιές, ενώ τα κωνοφόρα είναι λιγοστά. Τους σκεπάζει ένα πυκνό χαλί από δέντρα όλων των ειδών. Βελανιδιές, καστανιές, συκιές, οξιές, λεύκες, μανόλιες, φτελιές, και φλαμουριές σκεπάζουν τους λόφους και τις κοιλάδες φτάνοντας μέχρι το νερό (Αλέξανδρος Μασσαβέτας, Κωνσταντινούπολη. Η πόλη των απόντων, εκδ. Πατάκης, 2016)
- ※ Στη βρύση τη βουνίσια σιμά είν’ η φλαμουριά, / στον ίσκιο της καθόμουν να ονειρευτώ συχνά.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- φιλύρα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- φλαμουριά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας