φλαμουριά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φλαμουριά | οι | φλαμουριές |
γενική | της | φλαμουριάς | των | φλαμουριών |
αιτιατική | τη | φλαμουριά | τις | φλαμουριές |
κλητική | φλαμουριά | φλαμουριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φλαμουριά < φλαμούρ(ι) + -ιά
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fla.muɾˈʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φλα‐μου‐ριά
Ουσιαστικό επεξεργασία
φλαμουριά θηλυκό
- (δέντρο) του είδους Φιλύρα η γναφαλώδης ή αργυρόφυλλος / Tilia tomentosa ή alba ή argentea που παράγει το άνθος φλαμούρι από τα οποίο παράγεται το αφέψημα τίλιο
- ※ Στη βρύση τη βουνίσια σιμά είν’ η φλαμουριά, / στον ίσκιο της καθόμουν να ονειρευτώ συχνά.
- Μετάφραση γερμανικού τραγουδιού του Φραντς Σούμπερτ (Franz Schubert) σε στίχους του Wilhelm Müller
- ※ Στη βρύση τη βουνίσια σιμά είν’ η φλαμουριά, / στον ίσκιο της καθόμουν να ονειρευτώ συχνά.
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- φιλύρα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- φλαμουριά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας