φλαμουριά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φλαμουριά θηλυκό
- (βοτανική) το δέντρο (Φιλύρα η γναφαλώδης ή αργυρόφυλλος / Tilia tomentosa ή alba ή argentea) που παράγει το άνθος φλαμούρι από τα οποίο παράγεται το αφέψημα τίλιο
- Στη βρύση τη βουνίσια σιμά είν’ η φλαμουριά, / στον ίσκιο της καθόμουν να ονειρευτώ συχνά. (Γερμανικό τραγούδι σε στίχους Wilhelm Müller και μουσική Franz Schubert)
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- φιλύρα στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
φλαμουριά