τίλιο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τίλιο | τα | τίλια |
γενική | του | τίλιου | των | τίλιων |
αιτιατική | το | τίλιο | τα | τίλια |
κλητική | τίλιο | τίλια | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τίλιο < τιλιά
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈti.ʎɔ/
- συλλαβισμός : τί‐λιο
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τίλιο ουδέτερο
- (βότανο) αποξηραμένα φύλλα φλαμουριάς που χρησιμοποιούνται σαν βότανο
- (ποτό) το ρόφημα που γίνεται από αυτά τα φύλλα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
τίλιο