Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
lime limes

lime (fr) θηλυκό

  1. η λίμα
  2. (φρούτο) το γλυκολέμονο
  3. (φρούτο) το μοσχολέμονο