φτελιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φτελιά | οι | φτελιές |
γενική | της | φτελιάς | των | φτελιών |
αιτιατική | τη | φτελιά | τις | φτελιές |
κλητική | φτελιά | φτελιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φτελιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φτελιά < αρχαία ελληνική πτελέα[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fteˈʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φτε‐λιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφτελιά θηλυκό
- (φυτό) φυλλοβόλο δέντρο του γένους Ulmus με πυκνό φύλλωμα και πλατιά οδοντωτά φύλλα
- ※ στους λόφους του Βοσπόρου δεν υπάρχουν ελιές, ενώ τα κωνοφόρα είναι λιγοστά. Τους σκεπάζει ένα πυκνό χαλί από δέντρα όλων των ειδών. Βελανιδιές, καστανιές, συκιές, οξιές, λεύκες, μανόλιες, φτελιές, και φλαμουριές σκεπάζουν τους λόφους και τις κοιλάδες φτάνοντας μέχρι το νερό (Αλέξανδρος Μασσαβέτας, Κωνσταντινούπολη. Η πόλη των απόντων, εκδ. Πατάκης, 2016)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- Φτελιά (τοπωνύμιο)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- φτελιά στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία φτελιά
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ φτελιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας