Δείτε επίσης: Φτελιά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Μια φτελιά (Ulmus minor)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φτελιά οι φτελιές
      γενική της φτελιάς των φτελιών
    αιτιατική τη φτελιά τις φτελιές
     κλητική φτελιά φτελιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φτελιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φτελιά < αρχαία ελληνική πτελέα[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fteˈʎa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φτε‐λιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φτελιά θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία