φτελιάδι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φτελιάδι | τα | φτελιάδια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | φτελιάδι | τα | φτελιάδια |
κλητική | φτελιάδι | φτελιάδια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φτελιάδι ουδέτερο
- (φυτό) (παρωχημένο) το δέντρο φτελιά
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φτελιάδι
|