ενικός         πληθυντικός  
vallée vallées

  Ετυμολογία

επεξεργασία
vallée < λατινική vallis

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /va.le/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

vallée (fr)

Δείτε επίσης

επεξεργασία