ευστροφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευστροφία < (ελληνιστική κοινή) εὐστροφία < αρχαία ελληνική εὔστροφος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαευστροφία θηλυκό
- η ταχύτητα στην αντίληψη των παραγόντων που συνθέτουν ένα πρόβλημα ή μια κατάσταση και στην κατάλληλη αντίδραση