↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευστροφία οι ευστροφίες
      γενική της ευστροφίας των ευστροφιών
    αιτιατική την ευστροφία τις ευστροφίες
     κλητική ευστροφία ευστροφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ευστροφία < (ελληνιστική κοινή) εὐστροφία < αρχαία ελληνική εὔστροφος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ευστροφία θηλυκό

  • η ταχύτητα στην αντίληψη των παραγόντων που συνθέτουν ένα πρόβλημα ή μια κατάσταση και στην κατάλληλη αντίδραση

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία