Δείτε επίσης: εὔστροφος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εύστροφος η εύστροφη το εύστροφο
      γενική του εύστροφου της εύστροφης του εύστροφου
    αιτιατική τον εύστροφο την εύστροφη το εύστροφο
     κλητική εύστροφε εύστροφη εύστροφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εύστροφοι οι εύστροφες τα εύστροφα
      γενική των εύστροφων των εύστροφων των εύστροφων
    αιτιατική τους εύστροφους τις εύστροφες τα εύστροφα
     κλητική εύστροφοι εύστροφες εύστροφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εύστροφος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὔστροφος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈef.stɾo.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εύ‐στρο‐φος

  Επίθετο επεξεργασία

εύστροφος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία