εύστροφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εύστροφος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὔστροφος[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈef.stɾo.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εύ‐στρο‐φος
Επίθετο
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ εύστροφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας