Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οξυδέρκεια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
οξυδέρκει
α
οι
οξυδέρκει
ες
γενική
της
οξυδέρκει
ας
των
οξυδερκει
ών
αιτιατική
την
οξυδέρκει
α
τις
οξυδέρκει
ες
κλητική
οξυδέρκει
α
οξυδέρκει
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
οξυδέρκεια
<
μεσαιωνική ελληνική
οξυδέρκεια
<
αρχαία ελληνική
ὀξυδερκής
<
ὀξύς
+
δέρκομαι
(=
βλέπω
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οξυδέρκεια
θηλυκό
η
οξεία
αντίληψη
, η
εξυπνάδα
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις
λέξεις
οξυδερκής
,
οξύς
και
δράκος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οξυδέρκεια
αγγλικά
:
perspicacity
(en)
,
acuity
(en)
γαλλικά
:
perspicacité
(fr)