• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

οξυδέρκεια

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οξυδέρκεια οι οξυδέρκειες
      γενική της οξυδέρκειας των οξυδερκειών
    αιτιατική την οξυδέρκεια τις οξυδέρκειες
     κλητική οξυδέρκεια οξυδέρκειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
οξυδέρκεια < μεσαιωνική ελληνική οξυδέρκεια < αρχαία ελληνική ὀξυδερκής < ὀξύς + δέρκομαι (=βλέπω)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

οξυδέρκεια θηλυκό

  • η οξεία αντίληψη, η εξυπνάδα

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τις λέξεις οξυδερκής, οξύς και δράκος

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    οξυδέρκεια
  • αγγλικά : perspicacity (en), acuity (en)
  • γαλλικά : perspicacité (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=οξυδέρκεια&oldid=6733917"
Τελευταία επεξεργασία στις 16 Ιουνίου 2024, στις 17:59

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 16 Ιουνίου 2024, στις 17:59.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας