οξυδέρκεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οξυδέρκεια < μεσαιωνική ελληνική οξυδέρκεια < αρχαία ελληνική ὀξυδερκής < ὀξύς + δέρκομαι (=βλέπω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοξυδέρκεια θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οξυδέρκεια