Δείτε επίσης: whip, wit

Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

whim (en)

  • το καπρίτσιο
    • καπρίτσιο της στιγμής, στιγμιαία-ξαφνική-παροδική επιθυμία