κνούτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κνούτο | τα | κνούτα |
γενική | του | κνούτου | των | κνούτων |
αιτιατική | το | κνούτο | τα | κνούτα |
κλητική | κνούτο | κνούτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κνούτο < (άμεσο δάνειο) ρωσική кнут (knut) < αρχαία ανατολική σλαβική γλώσσα кнутъ (knutŭ) < παλαιά νορβηγική knútr
Ουσιαστικό
επεξεργασίακνούτο ουδέτερο