Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
knout
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
knout
<
ρωσική
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
knout
knouts
knout
(fr)
αρσενικό
το
κνούτο
,
μαστίγιο