φραγγέλιο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φραγγέλιο < ελληνιστική κοινή φραγγέλιον < λατινική flagellum (υποκοριστικό του flagrum) + κατάληξη υποκοριστικού -ιον
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φραγγέλιο ουδέτερο
- μαστίγιο με ιμάντες (στις άκρες των οποίων συνήθως είναι δεμένα βαριά ή αιχμηρά αντικείμενα)
- καὶ ἐλθὼν ἐν τόπῳ τινὶ οὗ ἦν κεκλεισμένος θησαυρός, κρούει μετὰ τοῦ φραγγελίου αὐτοῦ εἰς τὸ ζόδον, ἔνθα ἐστὶν ὁ θησαυρὸς ἀποκεκλεισμένος (Ιωάννης Χρυσόστομος, Λόγος ἐκ τὴν ὅρασιν τοῦ Δανιήλ, 37, 4)