ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ φραγγέλιον τὰ φραγγέλι
      γενική τοῦ φραγγελίου τῶν φραγγελίων
      δοτική τῷ φραγγελί τοῖς φραγγελίοις
    αιτιατική τὸ φραγγέλιον τὰ φραγγέλι
     κλητική ! φραγγέλιον φραγγέλι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φραγγελίω
γεν-δοτ τοῖν  φραγγελίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φραγγέλιον < (άμεσο δάνειο) λατινική fragell(um) + υποκοριστικό επίθημα -ιον < υποκοριστικό του flagrum

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φραγγέλιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  • είδος μαστιγίου, το φραγγέλιο
    ※  4ος/5ος κε αιώνας Ιωάννης Χρυσόστομος, Λόγος ἐκ τὴν ὅρασιν τοῦ Δανιήλ, 37, 4)
    καὶ ἐλθὼν ἐν τόπῳ τινὶ οὗ ἦν κεκλεισμένος θησαυρός, κρούει μετὰ τοῦ φραγγελίου αὐτοῦ εἰς τὸ ζόδον, ἔνθα ἐστὶν ὁ θησαυρὸς ἀποκεκλεισμένος

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • (καθαρεύουσα)
    ※  Ἐφαινόμην κ' ἐγὼ ὡς νὰ εἴχα μεγάλην συγγένειαν μὲ τοὺς δύο τούτους ἀνέμους, οἱ ὁποῖοι ἀνέμιζαν τὰ μαλλιά μου, καὶ τὰ ἔκαμναν νὰ εἶναι σγουρὰ ὅπως οἱ θάμνοι κ' αἱ ἀγριελαίαι, τάς ὁποίας ἐκύρτωναν μὲ τὸ ἀκούραστον φύσημά των, μὲ τὸ αἰώνιον τῆς πνοῆς των φραγγέλιον. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Όνειρο στο κύμα)