φραγγέλιον
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φραγγέλιον ελληνιστική κοινή φραγγέλιον
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φραγγέλιον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) είδος μαστιγίου
- Ἐφαινόμην κ' ἐγὼ ὡς νὰ εἴχα μεγάλην συγγένειαν μὲ τοὺς δύο τούτους ἀνέμους, οἱ ὁποῖοι ἀνέμιζαν τὰ μαλλιά μου, καὶ τὰ ἔκαμναν νὰ εἶναι σγουρὰ ὅπως οἱ θάμνοι κ' αἱ ἀγριελαίαι, τάς ὁποίας ἐκύρτωναν μὲ τὸ ἀκούραστον φύσημά των, μὲ τὸ αἰώνιον τῆς πνοῆς των φραγγέλιον. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Όνειρο στο κύμα)
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | φραγγέλιον | φραγγελίω | φραγγέλια |
Γενική | φραγγελίου | φραγγελίοιν | φραγγελίων |
Δοτική | φραγγελίῳ | φραγγελίοιν | φραγγελίοις |
Αιτιατική | φραγγέλιον | φραγγελίω | φραγγέλια |
Κλητική | φραγγέλιον | φραγγελίω | φραγγέλια |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φραγγέλιον < λατινική flagellum + υποκοριστικό επίθημα -ιον < υποκοριστικό του flagrum
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φραγγέλιον ουδέτερο
ΠηγέςΕπεξεργασία
- φραγγέλιον στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «φραγγέλιον» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.