↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μάστιξ αἱ μάστιγες
      γενική τῆς μάστιγος τῶν μαστίγων
      δοτική τῇ μάστιγ ταῖς μάστιξ(ν)
    αιτιατική τὴν μάστιγ τὰς μάστιγᾰς
     κλητική ! μάστιξ μάστιγες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μάστιγε
γεν-δοτ τοῖν  μαστίγοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πτέρυξ' όπως «πτέρυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μάστιξ < προελληνική [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μάστιξ θηλυκό

  1. το μαστίγιο
  2. πληγή ή σημάδι από μαστίγιο

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.