• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

πέπτω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Μεταφράσεις
  • 2 Αρχαία ελληνικά (grc)
    • 2.1 Ετυμολογία
    • 2.2 Ρήμα

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
πέπτω < αρχαία ελληνική πέπτω < πέσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pekʷ- (μαγειρεύω, ψήνω)

Ρήμα

επεξεργασία

πέπτω

  • (φυσιολογία) (σπάνιο) διενεργώ την πέψη

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    πέπτω

Αρχαία ελληνικά (grc)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
πέπτω < πέσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pekʷ- (μαγειρεύω, ψήνω)

Ρήμα

επεξεργασία

πέπτω

  • άλλη μορφή του πέσσω
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πέπτω&oldid=6597807"
Τελευταία επεξεργασία στις 31 Ιανουαρίου 2024, στις 16:18

Γλώσσες

    • English
    • 日本語
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 31 Ιανουαρίου 2024, στις 16:18. Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας