Ετυμολογία

επεξεργασία

démon < λατινικά daemon < αρχαία ελληνική δαίμων

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.mɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
démon démons

démon (fr) αρσενικό