δαιμονολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δαιμονολόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική démonologue < αρχαία ελληνική δαίμων + -λόγος
Ουσιαστικό επεξεργασία
δαιμονολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- που ασχολείται με την δαιμονολογία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις δαιμονολογία, δαίμονας και λέγω
Μεταφράσεις επεξεργασία
δαιμονολόγος