↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιθανόλη οι αιθανόλες
      γενική της αιθανόλης των αιθανολών
    αιτιατική την αιθανόλη τις αιθανόλες
     κλητική αιθανόλη αιθανόλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αιθανόλη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ethanol < ethyl (αιθύλιο) + alcohol (αλκοόλ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αιθανόλη θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία