Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αιθανόλη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αιθανόλ
η
οι
αιθανόλ
ες
γενική
της
αιθανόλ
ης
των
αιθανολ
ών
αιτιατική
την
αιθανόλ
η
τις
αιθανόλ
ες
κλητική
αιθανόλ
η
αιθανόλ
ες
Κατηγορία
όπως «
νίκη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αιθανόλη
<
λόγιο ενδογενές δάνειο
:
αγγλική
ethanol
<
ethyl
(
αιθύλιο
) +
alcohol
(
αλκοόλ
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αιθανόλη
θηλυκό
(
χημεία
)
οργανική
χημική
ένωση
, που περιέχει
άνθρακα
,
υδρογόνο
και
οξυγόνο
(C
2
H
6
O)
Συγγενικά
επεξεργασία
βιοαιθανόλη
→
δείτε
τις λέξεις
αιθάνιο
και
αλκοόλ
Δείτε επίσης
επεξεργασία
αιθανόλη
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αιθανόλη
αγγλικά
:
ethanol
(en)
γαλλικά
:
éthanol
(fr)
πολωνικά
:
etanol
(pl)