υδρογόνο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
|
Ετυμολογία
επεξεργασία
- υδρογόνο < υδρο- + -γόνο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hydrogène < αρχαία ελληνική ὑδρο- + -γόνος ( < γεννῶ)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.ðɾoˈɣo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐δρο‐γό‐νο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υδρογόνο | τα | υδρογόνα |
γενική | του | υδρογόνου | των | υδρογόνων |
αιτιατική | το | υδρογόνο | τα | υδρογόνα |
κλητική | υδρογόνο | υδρογόνα | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
υδρογόνο ουδέτερο, μόνο στον ενικό (και στον πληθυντικό όταν αναφερόμαστε προφορικά ή βιαστικά σε χημικές αντιδράσεις)
- (χημεία) χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 1 και χημικό σύμβολο το H
- εύφλεκτο αέριο χωρίς χρώμα και οσμή ένα από τα δύο συστατικά του νερού και το στοιχείο που βρίσκεται στη μεγαλύτερη αφθονία στη φύση
- ⮡ βόμβα υδρογόνου
- ⮡ Το υδρογόνο μαζί με τον άνθρακα, το οξυγόνο και το άζωτο αποτελούν, σε κατά βάρος ποσοστό το 96% των ζωντανών οργανισμών
- ⮡ στα λιπαρά οξέα ενώνονται δύο άνθρακες με διπλό δεσμό, συγκρατούν δύο υδρογόνα που...
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υδρογόνο