Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υδρογονούχος η υδρογονούχα το υδρογονούχο
      γενική του υδρογονούχου της υδρογονούχας του υδρογονούχου
    αιτιατική τον υδρογονούχο την υδρογονούχα το υδρογονούχο
     κλητική υδρογονούχε υδρογονούχα υδρογονούχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υδρογονούχοι οι υδρογονούχες τα υδρογονούχα
      γενική των υδρογονούχων των υδρογονούχων των υδρογονούχων
    αιτιατική τους υδρογονούχους τις υδρογονούχες τα υδρογονούχα
     κλητική υδρογονούχοι υδρογονούχες υδρογονούχα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υδρογονούχος < υδρογόν(ο) + -ούχος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.ðɾo.ɣoˈnu.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐δρο‐γο‐νού‐χος

  Επίθετο επεξεργασία

υδρογονούχος, -α, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία