αιθύλιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αιθύλιο | τα | αιθύλια |
γενική | του | αιθυλίου & αιθύλιου |
των | αιθυλίων |
αιτιατική | το | αιθύλιο | τα | αιθύλια |
κλητική | αιθύλιο | αιθύλια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αιθύλιο < αρχαία ελληνική αἰθήρ + ὕλη < ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική éthyle)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααιθύλιο ουδέτερο
- (χημεία) ένα αλκύλιο που έχει 2 άτομα άνθρακα και 5 υδρογόνου (C2H5), ένας υδρογονάνθρακας, μία μονοσθενής οργανική ρίζα