Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αιθυλικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αιθυλικ
ός
η
αιθυλικ
ή
το
αιθυλικ
ό
γενική
του
αιθυλικ
ού
της
αιθυλικ
ής
του
αιθυλικ
ού
αιτιατική
τον
αιθυλικ
ό
την
αιθυλικ
ή
το
αιθυλικ
ό
κλητική
αιθυλικ
έ
αιθυλικ
ή
αιθυλικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αιθυλικ
οί
οι
αιθυλικ
ές
τα
αιθυλικ
ά
γενική
των
αιθυλικ
ών
των
αιθυλικ
ών
των
αιθυλικ
ών
αιτιατική
τους
αιθυλικ
ούς
τις
αιθυλικ
ές
τα
αιθυλικ
ά
κλητική
αιθυλικ
οί
αιθυλικ
ές
αιθυλικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αιθυλικός
<
αιθύλιο
Επίθετο
επεξεργασία
αιθυλικός
(
χημεία
) σχετικός με το
αιθύλιο
(π.χ.
αιθυλική
αλκοόλη
)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αιθυλικός
γαλλικά
:
éthylique
(fr)