Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ti.lik/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
éthylique éthyliques

éthylique (fr) αρσενικό ή θηλυκό